- βροντολάλημα
- τοβροντερή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντολαλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βροντολάλημα — το η ομιλία που γίνεται με βροντερή φωνή: Το βροντολάλημα του ομιλητή ακουγόταν από μακριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)